Σάββατο 9 Δεκεμβρίου 2017

ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ ΚΑΙ ΧΟΡΟΙ
ΜΑΡΤΥΡΙΚΩΝ ΚΕΡΔΥΛΛΙΩΝ ΣΕΡΡΩΝ
(Απόσπασμα από το Βιβλίο ¨Η Ιστορία των Κερδιλλίων" Γεωργίου Κ. Κυρμελή)



     Τό τραγούδι στάθηκε σέ ὅλους τούς ἀνθρώπους ὁ πρῶτος καί καλύτερος σύντροφος. Κατά τή μακρά περίοδο τῆς Τουρκοκρατίας, τότε πού πλάσθηκε ἡ νεοελληνική ψυχή, τό τραγούδι ἀκολούθησε τή μοίρα τῆς Φυλῆς. Πλάσθηκε ἀπό τόν ἁπλό λαό καί ἐξέφραζε τά αἰσθήματά του: σπανίως αἰσθήματα χαρᾶς, κι αὐτά ὅμως σέ μιάν ἀτμόσφαιρα χαρᾶς καί λύπης μαζί. Αὐτό πού λέμε χαρμολύπη. Τά λεγόμενα τραγούδια τῆς χαρᾶς (γάμου, ἔρωτα κ.λ.π) μπορεῖ νά ἐκφράζουν αἰσθήματα ἀγάπης καί ἔρωτα, τό μουσικό τους ἔνδυμα ὅμως εἶναι φτιαγμένο μέ νότες πού ραγίζουν τήν ψυχή. Ὄχι, δέ ραγίζουν μόνο τά λόγια. Αὐτά μπορεῖ νά εἶναι χαρούμενα καί κάπου κάπου-ὅταν θριαμβεύει καί νικᾶ ἡ ἀγάπη-θριαμβικά. ‘H μουσική τους ὅμως, τό μέλος, ὁ ἦχος, τά φωνητικά «τσαλίμια» τοῦ τραγουδιστῆ, ἀναδίδουν αὐτό τό αἴσθημα τῆς χαρμολύπης. Τά τραγούδια τοῦ τόπου μας ἰδιαίτερα, ἑνός τόπου ἱστορικά πονεμένου, ἀλλά καί ὅλου τοῦ Βόρειου ἑλληνισμοῦ, ἔχουν τό χαρακτηριστικό νά εἶναι ἀργά,μακρόσυρτα, σέ δωρικό ρυθμό, μέ ἐλεγειακό χαρακτήρα. Εἶναι τραγούδια τοῦ σπιτιοῦ πιό πολύ, τῆς μοναξιᾶς, τῆς ἀπομόνωσης, τῆς τάβλας ὅπως λέμε. Τά τραγουδοῦσαν στά σπίτια πιό πολύ, ἄνδρες καί γυναῖκες. Καί στά κοινά γλέντια. Εἶναι τραγούδια πού ὁ κάθε ἑπόμενος στίχος περνοῦσε στόν ἑπόμενο ἤ τήν ἐπόμενη πού κάθονταν δίπλα. Γι αὐτό καί οἱ κακόφωνοι ἀκόμη τά ἤξεραν. Τά πιό πολλά εἶναι καμωμένα ἀπό αὐτοσχέδιους τραγουδοποιούς. Μέ ἁπλοῦς στίχους, μέ μέτρο πάντως, συνήθως ἰαμβικό, πού αὐτοί πού τούς ἔπλαθαν δέν εἶχαν κἄν ἀκούση τή λέξη ἴαμβος. Ὑπάρχουν βέβαια καί κλασσικά δημοτικά ποιήματα (ὁ Κωνσταντῆς, ὁ Πραματευτής κ. ἄ.) πού ἡ ἀπλῆ γυναίκα σκαλίζοντας ἤ μαζεύοντας καπνό, τούς δίνει ἕνα μέλος, τά ντύνει μουσικά, τά ἐπαναλαμβάνει, ἀκριβῶς ὅπως τήν πρώτη φορά, στό σπίτι, στό γάμο, πάνω στόν τάφο τοῦ ἄνδρα  ἤ τοῦ παιδιοῦ της, καί ἔτσι μένει. Τό ἴδιο κι ὁ τσομπάνος κι ὁ γεωργός πού ἐπιστρέφοντας κουρασμένος τό βράδυ στό σπίτι ψιθυρίζει καί αὐτοσχεδιάζει καί τά λόγια καί τή φωνή. Καί εἶναι ἐκπληκτικός ὁ πλοῦτος τῆς ἔμπνευσης καί ταυτόχρονα ἡ λιτότητα, ἡ ἁπλότητα στή φόρμα, στή μορφή. Γι αὐτό καί τά τραγούδια μας δέν πρέπει με κανένα τρόπο νά παραστολίζονται μέ ἐξεζητημένες φωνητικές ἐπιδείξεις καί παρατραβηγμένους λαρυγγισμούς, ὅπως γίνεται τελευταῖα.
    Ἕνα δεύτερο χαρακτηριστικό τῶν τραγουδιῶν μας εἶναι ἡ πολλή στενή τους σχέση μέ τήν ἐκκλησιαστική μας μουσική. Οἱ παλαιότεροι ἄνθρωποί μας, ὄχι πολύ μακρυά, πρό τοῦ 1940 π.χ. ἦταν ἄνθρωποι ἐκκλησιαστικοί, ὄχι ἀναγκαστικά ἄνθρωποι τοῦ περίγυρου τῆς Ἐκκλησίας. Εἶχαν ἐκκλησιαστικό φρόνημα. ‘H ἀτμόσφαιρα τῆς πίστης ἦταν αὐτή πού ἀνέπνεαν ὅλοι. Καί οἱ λίγο ἐκκλησιαζόμενοι κοσμοῦνταν ἀπό αὐτό τό ἦθος: δέν ἦταν παληκαράδες τῆς γειτονιᾶς. Τόν ἀνδρισμός τους τόν στόλιζε ἡ σεμνότητα καί εὐλάβεια. ‘H μουσική λοιπόν τῆς Ἐκκλησίας ἦταν τά μοναδικά ἔντεχνα μουσικά ἀκούσματά τους. Κι ἀσυναίσθητα ἀπό κεῖ ἔρχονταν οἱ νότες τῶν  τραγουδιῶν τους. Χαρακτηριστικό τους  εἶναι ὅτι ὅλα τά τραγούδια μας ἀνήκουν σέ κάποιον ἦχο τῆς ἐκκλησιαστικῆς μουσικῆς, κι ἀκόμη περισσότερο στούς χρωματικούς, πού ἀποδίδουν μέ μεγάλη ἐπιτυχία τίς ἀγάπες καί τούς καημούς. Γιά τό λόγο αὐτό καί οἱ καλύτεροι σέ κάθε χωριό τραγουδιστές ἦσαν οἱ ψάλτες. Αὐτό τό χαρακτηριστικό ἐξέλιπε τούς τελευταίους χρόνους. Ὄχι γιατί ἡ μουσική αὐτή δέν ἀξίζει, ἀντίθετα σήμερα γίνεται τεράστιος λόγος γι αὐτήν παγκσμίως.Ἀλλά διότι χάσαμε αὐτό τό προσόν καί προνόμιο νά εἴμαστε ἄνθρωποι τοῦ βάθους. Καί γίναμε ἄνθρωποι τοῦ ἀφροῦ.Στό μέρος αὐτό τῆς ἱστορίας μας δέν θά ἀναφερθοῦν τά κλασσικά μακεδονικά τραγούδια πού ὅλοι τραγουδοῦμε καί πού στήν περιοχή μας ταυτίζονται μέ τά τραγούδια πού μάθαμε νά ὀνομάζουμε «παγγαιορείτικα», τῆς περιοχῆς τοῦ Παγγαίου, κι ἄς μήν εἶναι, πολλά ἀπ’ αὐτά, καρποί τῆς περιοχῆς αὐτῆς. Ἐδῶ περιλαμβάνω μόνο ἐκεῖνα πού μετά ἀπό διασταυρωμένες πληροφορίες θεωροῦνται «γνήσια» κερδυλλιώτικα. 



    Τῆς Χαρᾶς καί τοῦ καημοῦ

Ὅλ’  ἀγαποῦν  ἐλεύθερες (η)
     μά γώ μιά παντρεμένη
   (γειά σας μαῦρα μου μάτια
   ἔλα μικρό μου ἔλα)
Μιά παντρεμένη μέ μικρό
νά πιάσω φιλενάδα
 (ἔλα μικρό μου.....)
  Γιά νά χαϊδεύω τό μικρό
καί νά φιλῶ τή μάνα
( ἔλα μικρό μου....)
 Ὅσ’   ἄστρα ἔχ’  ὁ οὐρανός 
 τόσα πιδιά θά κάνου
( ἔλα μικρό μου....)

   Παρά τίς ἐνστάσεις μου, οἱ ἰσχυρισμοί πολλῶν  Κερδυλλιωτῶν νίκησαν καί τό τραγούδι τυπώνεται ὡς κερδυλλιώτικο. «Τί λές, αὐτό τραγδοῦσαν στού καφινείου τ’ Ματσίκ’   ὅλνοι, προυπάντουν Μπαρμπαθανάσ’   Μυλωνᾶς». 
    Τό τραγούδι πού ἀκολουθεῖ εἶναι καθαρό κερδυλλιώτικο. Ξεχασμένο, σήμερα τό φέρνω στό φῶς ἀπό μακρυνή θύμηση. Τό τραγουδοῦσε ἡ μάνα μου. Τό ἔμαθε ἀπό τό θεῖο της Ἀριστοτέλη  Παπαγεωργίου-τσ’ γιαγιᾶς Βανθίας. «Ναί, κάτι μᾶς θυμίζει, μά τό  ξέχασάμι», μοῦ ἔλεγαν φίλοι μερακλῆδες Κερδυλλιῶτες. Ἔψαξα κι ἐγώ καί τό φέρνω σήμερα μαζί μέ τή μουσική του γραφή. Ἴσως τό  διεκδικήσουν ἄλλοι, μά δέν ἔχουν δίκαιο.

Δέν ἠμπορῶ δέν δύναμαι
τήν πόρτα σου ν’ ἀνοίξω (δίς)
-Κόρ᾽ μου ποῦ εἶν’  ἡ μάνα σου
 κι ἐκεῖνος ὁ μπαμπᾶς σου; (δίς)
-Μάνα μου πάει στήν Ἐκκλησιά
μπαμπᾶς μου στό παζάρι (δίς)
Τά δυό μικρά  δερφάκια  μου

σ’ ἕνα χαρτί διαβάζουν (δίς)
-Κόρη μ’   καιρός γιά φίλημα
καιρός γιά μαῦρα μάτια (δίς)
-Ἐσύ κι ἄν θέλεις φίλημα
 κι ἄν θέλεις μαῦρα μάτια (δίς)
 σῦρε νά πεῖς τή μάνα σου

φλουριά νά μ’ ἀραδιάσει (δίς)



ΣΤΗ ΜΕΣ’  ΣΤΗ  ΘΑΛΑΣΣΑ
Μέ γκέλ’ με, μέ γκέλ’  μέσα στή θάλασσα
μέσα στή μέσ’ στή θάλασσα
με γκέλ’  με, πύργου θεμέλια χτίζαν
Μέ μέλ’  γκέλ μέ μέλι τόν θεμέλιωναν
  μέ ζάχαρη τόν χτίζαν
καί μέ-γκέλ- καί μέσα κόρη κάθονταν
κεντᾶ χρυσό μαντίλι
Γιά ἔ -γκέλ- γιά ἔβγα ἤλιε νά σέ δῶ

 νά λάμψεις καί νά λάμψω
Ἐσυ ἤ-γκέλ- ἐσύ ἤλιε  μ’ ὅταν θά βγεῖς
μαραίνεις τά χορτάρια
κι ἐγώ-γκέλ-  κι ἐγώ ἤλιε μ’  ὅταν θά βγῶ
    μαραίνω τά παλ’κάρια
........................................................

Τρεῖς πέντε βάζει στό λαιμό, τρεῖς τέσσιρις στά στήθια.

    Τά παρακάτω τραγούδια εἶναι παρμένα ἀπό τή συλλογή τοῦ Μιχάλη (Μιχαῆλος) Μιχούδη, τοῦ  ἀκούραστου αὐτοῦ τραγουδιστῆ, πού ὅπου βρεθεῖ κι ὅπου σταθεῖ τραγουδάει, στό σπίτι, ἀκόμη καί στόν ὕπνο,γιά ν’  ἀγριοκυτάζει ἡ κυρά Θοδώρα . Οἱ τίτλοι δικοί μου


ΗΛΙΕ  ΜΟΥ
Πήγαινε ἥλιε μ’  πήγαινε
κι ἐγώ  θ’ ἀκολουθήσω
θά πάω νά βρῶ τήν τύχη μου 
καί νά τηνε ρωτήσω
Τύχη μ’   γιατί δέ μ’ ἔγραψες
καί μένα μές στόν κόσμο
Τόν κόσμο ὅταν τόν ἔγραψα
ἦταν τό μεσημέρι
Καί σένα ὅταν σ’ ἔγραψα
ἦταν τό μεσονύχτι
φύσαγ’  αγέρας κι ἔβρεχε
καί σβῆσαν τά καντήλια
Τότε σέ κακοέγραψα 

πάντα νά τυραννιέσαι.

   Συνήθως τό τραγουδοῦσε ὁ πατέρας του Ἀριστείδης: «θκό μας εἶνι  τού τραγούδ’  αὐτό». ἔλεγε. Μέχρι τώρα δέν ἀνακούστηκε άλλοῦ.


Η  ΞΕΝΗΤΙΑ
Ἀπό μικρός στήν ξενητιά
κανα καλό δέν εἶδα
ξένες πλένουν τά ροῦχα μου
ξένες μοῦ τά μπαλώνουν
Τά πλένουν μιά
τά πλένουν δυό
τά πλένουν τρεῖς καί πέντε
κι ἀπό τίς πέντε ὕστερα
τά στέλνουν στή μανούλα
Μανούλα δέν ὑπάρχει πιά
γιατί ἔχει πεθάνει !

ΑΓΑΠΗ ΠΟΥ ΔΕ ΣΒΗΝΕΙ
Ἑξῆντα μέρες ( μῆνες) μελετῶ
νά πάω στόν πνευματικό
πηγαίνω μιά, πηγαίνω δυό
δέν τόν εὑρίσκω μοναχό
Κάνω μετάνοιες χαιρετῶ
σκύβω φιλῶ τό χέρι
Κάθομαι καί παρακαλῶ
- Παπά μου ξεμολόγα με
  τά κρίματά μου ρώτα με
 -Τά κρίματά σου εἶναι πολλά
  ἀγάπη δέ θά πιάσεις πιά   
 Ἄν ἀρνηθεῖς ἐσύ παπά
 τῆς Ἐκκλησίας τά χαρτιά
 τότε καί γώ θά ἀρνηθῶ

 τά μαῦρα μάτια π’ ἀγαπῶ.

   Ἐκτός ἀπ’ τόν πατέρα του,  τό τραγούδι αὐτό τό τραγουδοῦσε πολύ ὁ γερο-Χρῆστος Στοϊλούδης.


ΚΑΛΟΥΔΑ

Αὐτό τό καλοκαίρι
Καλούδα μ’ δέ στολίζεσαι
δέ βάζεις τά καλά σου
- Τό τί (Τί τό) καλό νά θυμηθῶ
νά στολιστῶ, ν’ ἀλλάξω;
Τόν ἄντρα μ’ ἔχω στό στρατό
λείπει σαράντα χρόνια
κι ἄν δέν ἐρθεῖ καί δέ φανεῖ
καλόγρια θε νά γίνω
στά μαῦρα ροῦχα θά ντυθῶ
στίς Ἐκκλησιές θά ὑπηρετῶ
θ’ ἀνάβω τά καντήλια
Καί τότες ὁμολόγησα
-Καλούδα μ’ ἐγώ εἶμαι ὁ ἄντρας σου
- ἄν εἶσαι σύ ὁ ἄντρας μου
 πές μου σημάδια τοῦ σπιτιοῦ
σημάδια τοῦ κορμιοῦ μου
-Ἔχεις μηλιά στήν πόρτα σου
καί κλῆμα στήν αὐλή σου
κάνει σταφύλι ροζακί
καί τό κρασί μοσχάτο
Ἔχεις ἐληά στό στῆθος σου
στ’ ἀριστερό βυζί σου.
Καλούδα τότε πείστηκε 
καί πάει στήν ἀγκαλιά του.

   Ὅλα τά τραγούδια αὐτά τά ἔχει βιντεοσκοπημένα ὁ κυρ Μιχάλης καί τά φυλάγει σάν εἰκόνισμα. Νά δουλειά για ἕνα φιλόλογο Κερδυλλιώτη.


    Τό ἑπόμενο τραγούδι ἀναφέρεται σέ τρία κορίτσια ἀπό τά Κερδύλλια πού ἀπήχθησαν γιά ἄγνωστους λόγους. Ἀπηχεῖ ἱστορικό γεγονός πού χάνεται στά πρώιμα χρόνια τῆς Τουρκοκρατίας.  Εἶναι ρυθμικό (συρτός). Δυστυχῶς δέν μπόρεσα, παρά τήν ἔρευνα, νά  συμπληρώσω τό ἑλλεῖπον μέρος.

Τρία κουρσουβνούδια  πιάσανε
νά πᾶν νά τά κρεμάσουν
Τὄνα κρεμνοῦν γιά φίλημα
τ’ ἄλλο γιά μαῦρα μάτια
Τό τρίτο τό μικρότερο
κρεμνοῦν νά μαρτυρήσει
.............................................
-μαρτύρα βρέ καλό πιδί..

    Οἱ Κερδυλλιῶτες καί οἱ Κερδυλλιώτισες, περισσότερο ἀπό ἀλλοῦ, τραγουδοῦσαν πολύ. Εἶχαν -καί ἔχουν- καλές φωνές. Ἴσως τό...νερό, τό κλῖμα καί προπάντων ὁ ἀέρας, ἀλλά καί ἡ συνήθεια, ἡ καλλιέργεια τῆς φωνῆς καί ἄλλα στοιχεῖα δημιούργησαν ἕνα κλῖμα εὐνοϊκό στήν τέχνη καί τήν τεχνική τοῦ τραγουδιοῦ, ὄχι βέβαια στό βαθμό τῶν παγγαιορίτικων χωριῶν (Νικήσιανη κ.λ.π.)  Πρίν ἀπό τό 1930 σχεδόν ὅλοι οἱ χοροί γίνονταν μέ τραγούδια. Σχηματίζονταν ἄτυπες 
χορωδίες πού πλαισιώνονταν μέ ἐθελοντές τραγουδιστές ὅλων τῶν ἡλικιῶν, καί τραγουδοῦσαν ὅλων τῶν εἰδῶν τά τραγούδια μέ ὅλους τούς ρυθμούς πού γνώριζαν. Στούς γάμους στό σπίτι τοῦ γαμπροῦ καί τῆς νύφης δέ σταματοῦσαν. Ἦταν συνήθεια καί ἔθιμο ἀπαράβατο:  ὅσες γυναῖκες δέ χόρευαν, τραγουδοῦσαν μαζί μέ τούς ἄνδρες. Μικροί μεγάλοι. Οἱ μικροί τά μάθαιναν καί συνέχιζαν στά μετέπειτα χρόνια. Αὐτό συντελοῦσε νά ἀποδίδονται καί ὁ στίχος ἀλλά καί τό μέλος καθαρά καί παραδοσιακά, ὅπως τό παρέλαβαν ἀπό τούς πατεράδες κι ἐκεῖνοι ἀπό τούς παπποῦδες καί τίς γιαγιάδες. Ὅλοι λοιπόν τραγουδοῦσαν καί χόρευαν. Ἀπό τότε ἔμεινε ἡ συνήθεια-ὡραία ὄντως- νά τραγουδοῦν καί σήμερα ἔτσι, στά καλά καθούμενα, στό καφενεῖο κι ἀλλοῦ. 
   Στούς χορούς πάντα εἶχαν τά πρωτεῖα, σέ κάθε χωριό, οἱ λεγόμενες «πρῶτες τοῦ χοροῦ», μά καί πρῶτες στό τραγούδι.Τέτοιες ἦταν οἱ: Κρυστάλλω Ἀλέξη Κολυφοῦ, Μαρία Ἀλβανοῦ, Ἑλένη Σαμαρᾶ, Καλούδα Λιόλιου, Ἀλεξάνδρα Παπαγεωργίου, Χριστίνα Λιόλιου,Ἑλένη Καμούδα, Πασχαλίνα Στεφανούδη, Ἄννα Κωστούδη κ.ἄ. Ἀπό τούς ἄνδρες διακρίνονταν οἱ: Κώστας Μιχούδης, Χρῆστος Στεφανούδης, Ἀθανάσιος Μυλωνᾶς, ὅλες καί ὅλοι ἀπό τό πάνω χωριό.
    Μετά τό 1936, ὅταν τό στομάχι χόρτασε, ἄρχισαν νά ἔρχονται τακτικά τά ὄργανα. Καί πιό μπροστά βέβαια, ἀλλά σπάνια, γιατί κόστιζαν πολύ. Τώρα ἡ Βρασνιώτικη κομπανία ἦταν κάθε λίγο καί λιγάκι στά Κερδύλλια. Γιά τά δεδομένα τῆς ἐποχῆς, ὁ Κύρκος κυρίως, ἦταν ἐξαιρετικός βιολιστής καί τραγουδιστής· προπάντων τραγουδοῦσε τουρκικά σαρκιά καί ἀμανέδες (Emitlerim,  aman  doktor κ.ἄ.)Ὄχι μόνο στούς γάμους, τά βαφτίσια καί τούς ἀρραβῶνες, μά καί στά καφενεῖα ἄρχιζε ἀμέσως, μέ δυό τσίπουρα, τό τραγούδι.Οἱ μερακλῆδες καιροφυλακτοῦσαν·  μέ δυό «μπερδεμένα»206 δέ ζεσταίνονταν μόνο τό σῶμα μά ἄνοιγαν καί οἱ φωνητικές χορδές. Ἐκείνου τοῦ Θανάσ᾽  τοῦ Μυλωνᾶ ἡ φωνή σταματημό δέν εἶχε. Μαζί του ψιθυριζαν «κι ἄλλνοι»,Ἀγρουλιᾶς, Ματσίκς,  «Ὅλ᾽   ἀγαποῦν ἐλεύθερες μά γώ μιά παντριμένη».
   Σέ λίγο χορωδία ὁλόκληρη.Κάποιος τότε πρότεινε: «Νά φουνάξουμι τούν Κύρκου;», μά ἄλλοι λιγώτερο πειραγμένοι ἀπ’ τό πιοτό τόν ἀπόπερναν: «Τί λέ ρέ, θά φᾶμι ξύλου ἀπ’ τσ’ γναῖκις μας» καί ξεσποῦσαν στά γέλια. Τέτοια γλεντάκια,λιγότερο τακτικά πρό τοῦ 35, πληθυνθηκαν ἀπό τότε καί μετά.
   Στά τραγούδια, ὅπως παντοῦ, διακρίνονταν δυό τρεῖς γυναῖκες, μέ ἐξαιρετική φωνή καί ἰσχυρή μνήμη, πού τά ἀπέδιδαν κατά τρόπο ἔξοχο. 
    Τά ἴδια, καί πολλές φορές καλύτερα, διασκέδαζαν καί στό Κάτω χωριό. Ἐλαφρῶς καλύτερα οἰκονομικά οἱ Κατωκερδυλλιῶτες τό ἔδιναν καί καταλάβαινε στό Μαγαζᾶ, ἀλλά καί παραπέρα, στίς ἀδελφές  Μπουρλίτη, μά προπάντων στόν Τάσο Σκόρδα. Ἐδῶ πρωταγωνίστριες στό χορό ἦταν οἱ: Γκόλφη Κωνσταντινιά, Χρυσανθή Χούπη, Ἀθανασία Φαραζᾶ, ἡ Μαρούσω, ἐνῶ στό τραγούδι ἐκτός ἀπό αὐτές, διακρίνονταν ἡ Εὐαγγελία Χούπη.
    Στά Κερδύλλια, Πάνω-Κάτω, οἱ γυναῖκες φοροῦσαν μακρυά φουστάνια (Φουστανοῦσες).Ὄχι μέχρι τόν ἀστράγαλο, μά μέχρι τίς φτέρνες. Τό φουστάνι εἶχε γοῦστο νά  σέρνεται λίγο στό χῶμα, σάν τίς Γερακίνες τῆς Νιγρίτας. Μέ πάμπολλες πτυχές κάτω ἀπό τή μέση,  μέ κέντημα στό στῆθος καί «ἁρματωσιά(ες) οἱ ἁλυσίδες καί τά χρυσαφικά. Ὅταν στό χορό μιά φουστανούσα ἔκανε στροφή, τό φόρεμα ἄνοιγε σά βεντάλια, θέαμα ἐξαίσιο. Ὁ χορός τῶν ἡλικιωμένων,  ἀνδρῶν καί γυναικῶν, συνήθως ἦταν ἕνας ρυθμός ἀργός, δωρικός, μέ  μικρά καί σταθερά βήματα. Οἱ ἄνδρες σήκωναν τό δεξί πόδι ψηλά  πρίν τό πατήσουν στή γῆ ἤ πρίν κάνουν στροφή, ἐνῶ οἱ γυναῖκες  σήκωναν ψηλά τό χέρι τους κουνώντας συνέχεια τό μαντήλι τους. Οἱ  κινήσεις τους εἶχαν μιά χάρη πού δέν περιγράφεται εὔκολα: λύγιζαν  μέ μιά σοβαρή κίνηση τό κορμί τους κι ἀνέβαιναν λές κι ἀναδύονταν  ἀπό τό κῦμα. Τό κεφάλι πάντα σκεπασμένο μέ μεγάλο μαντήλι (σιαμί) γεμάτο πολύχρωμα λουλούδια. 
    Ὅσον ἀφορᾶ στό εἶδος τῶν τραγουδιῶν πού ἀκούγονταν, αὐτά  ἦταν τά καί μέχρι τώρα γνωστά «παλιογκαιρίσια» μακεδονικά καί  μελοποιήσεις δημοτικῆς ποίησης, ὅπως ἡ Ἀρετή, ὁ Κωνσταντῆς, Μιά καλογρηά περιπατεῖ,  Ὁ Πραματευτής κ.ἄ.
    ‘H μακαρίτισσα Δάφνη Κιμερλῆ μέ τρέλαινε μέ τέτοια τραγούδια  πού τελειωμό δέν εἶχαν. Εἶχε ὡραία φωνή καί ἤξερε ἀμέτρητα. Πρέπει  πάντως νά ὁμολογήσουμε, ὅτι αὐτοί οἱ ἀνώνυμοι καί ἀσπούδαστοι  μελοποιοί, εἶχαν φλέβα καλλιτεχνική, ἦταν ἐκπληκτικά εὐαίσθητοι  στούς ἤχους, στίς ἐναλλαγές τους καί στά ἠχοχρώματα. Σήμερα καί  εἰδικοί, σπουδαγμένοι στό εἶδος αὐτό, ἀποκαλύπτονται μπροστά  στήν τεχνική καί τήν εὐαισθησία ἐκείνων τῶν ἁπλῶν ἀνθρώπων. 
     Ἀνθρώπων πού αὐτοσχεδίαζαν τό μέλος εἴτε βόσκοντας γίδια,  ὀργώνοντας, ἤ ἐπιστρέφοντας τό βράδυ στό σπιτικό τους. Ἕνας τέτοιος ἄνθρωποις ὑπάρχει ἀκόμη στά Νέα Κερδύλλια. ‘H  μνήμη του συλλογή τραγουδιῶν  ἄπειρη. Ὅ,τι τραγούδι τοῦ ζητήσεις θά στό πεῖ. Στό δρόμο, στό καφενεῖο, στό σπίτι, παντοῦ. «Τί  μό πίνς,  ἄμα δέν τραγδᾶς;» ἐπαναλαμβάνει συνεχῶς. Στό σπίτι του  θά συνοδέψει τό τραγούδι καί μέ τό οὔτι ἤ τό βιολί του. Δέ θά διστάσει μάλιστα νά σοῦ τραγουδήσει κι ἕνα- δυό δικά του τραγούδια. Εἶναι ὁ πασίγνωστος Μιχάλης (Μιχαῆλος) Μιχούδης. Θησαυρός  ἀδαπάνητος. Κλασσικός λαϊκός στιχουργός καί συνθέτης.